|
['rəulə] n | |
|
agric. |
κύλινδρος του ζυμωτηρίου; κύλινδρος ισοπέδωσης |
chem. |
κύλινδρος ελάστρου |
construct. |
κύλινδρος συμπίεσης εδαφών |
cultur., commun. |
ταμπόν n |
earth.sc. |
αναρρηγνυόμενο κύμα; αντιμάμαλο n; εκχυνόμενο κύμα |
earth.sc., mech.eng. |
ράουλο n; τρόχιλος m |
industr. |
έλαστρο n |
industr., construct., met. |
οδηγοί κυλίνδρων; ρολλό n |
lab.law. |
ελασματουργός θερμής ελάσεως; χειριστής ελάστρου ξεχονδρίσματος; χειριστής τελικών ελάστρων |
mech.eng. |
σφαιρίδιο n; κυλινδρικό σώμα; κύλινδρος m |
nat.res. |
χαλκοκουρούνα f (Coracias garrulus) |
tech., industr., construct. |
ρόλος m |
textile |
αντίο; άξονας m |
transp. |
έλκυστρο n; κυλινδρίσκος m; οδοστρωτήρας m |
|
|
industr., construct. |
λαναρία πεννιέ; υποπροϊόν n |
IT, transp., construct. |
τροχοί στήριξης και οδήγησης της καδοφόρου αλυσίδας |
transp., mech.eng. |
κυλινδρικό εξάρτημα μηχανής |