rights | |
environ. | δικαιώματα; δικαιώματα |
in | |
gen. | μέσα; σε |
patent | |
gen. | ευρεσιτεχνία/δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
econ. | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
environ. | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law work.fl. | έγγραφο ευρεσιτεχνίας; προδιαγραφή ευρεσιτεχνίας |
med. | ευρεσιτεχνία; πατεντάρω πατεντάρισα; κατοχυρώνω με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας; πατέντα |
| |||
δικαιώματα n | |||
ατομικά δικαιώματα | |||
| |||
δικαιώματα n |
rights : 692 phrases in 46 subjects |