right | |
gen. | δεξιά; σωστά; σωστή; σωστό; σωστός; ορθό |
fin. | δικαίωμα προνομιακής αγοράς μετοχών; δικαίωμα προτίμησης |
rights | |
environ. | δικαιώματα; δικαιώματα |
to | |
gen. | έως; σε; για; διεκδικώ |
el. | επιβράδυνση; ανάσχεση |
forestr. | κολλώ |
Challenge | |
chem. | γλυφοσινικό αμμώνιο |
challenge | |
gen. | αμφισβήτηση; προκαλώ; πρόκληση; διαδικασία προσφυγής; στοίχημα; πρόκληση; κρίσιμο θέμα |
econ. | Εξαίρεση |
law immigr. | συλλαμβάνω |
| |||
δικαιώματα n | |||
ατομικά δικαιώματα | |||
| |||
δικαιώματα n | |||
| |||
δεξιά; σωστά; σωστή; σωστό; σωστός; ορθό | |||
δικαίωμα προνομιακής αγοράς μετοχών; δικαίωμα προτίμησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
rt | |||
rt. |
right : 1626 phrases in 59 subjects |