right | |
gen. | δεξιά; σωστά; σωστή; σωστό; σωστός; ορθό |
fin. | δικαίωμα προνομιακής αγοράς μετοχών; δικαίωμα προτίμησης |
rights | |
environ. | δικαιώματα; δικαιώματα |
of | |
gen. | από |
execution | |
fin. | εκτέλεση |
| |||
δικαιώματα n | |||
ατομικά δικαιώματα | |||
| |||
δικαιώματα n | |||
| |||
δεξιά; σωστά; σωστή; σωστό; σωστός; ορθό | |||
δικαίωμα προνομιακής αγοράς μετοχών; δικαίωμα προτίμησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
rt | |||
rt. |
right : 1615 phrases in 59 subjects |