rigging | |
agric. mech.eng. | σύνολον εξαρτημάτων διά την μετατόπισιν διά συρματοσχοίνου |
fish.farm. | εξάρτιση, εξάρτηση |
hobby transp. | συναρμολόγηση φορτίου γιά ρίψη |
transp. | εξαρτισμός αεροστάτων; ευθυγράμμιση αεροσκάφους; ρύθμιση μηχανικών συστημάτων ελέγχου |
transp. mech.eng. | ενδοτικότητα του μηχανισμού του φρένου; κάμψη του μηχανισμού του φρένου; υποχώρηση του μηχανισμού του φρένου |
patch | |
agric. econ. | αγροτεμάχιο |
el. | διορθώσεις |
industr. construct. | βύσμα |
IT | Πρόχειρη τροποποίηση; πρόχειρη διόρθωση; πρόχειρη τροποποίηση; σύνδεση καλωδίων; διόρθωση προγράμματος |
IT el. | επίρραμα |
math. | μπάλωμα; επίπεδο περιγράμματος |
rigging : 43 phrases in 11 subjects |
Agriculture | 1 |
Astronautics | 2 |
Chemistry | 2 |
Commerce | 1 |
Earth sciences | 1 |
Electronics | 1 |
Fish farming pisciculture | 2 |
Hobbies and pastimes | 1 |
Law | 2 |
Mechanic engineering | 5 |
Transport | 25 |