revision | |
cultur. commun. | ρετούς; επεξεργασία; ρετουσάρισμα |
law | αναθεώρηση |
of | |
gen. | από |
the | |
gen. | ή |
Financial Regulation | |
fin. | δημοσιονομικός κανονισμός που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κoινοτήτων |
fin. econ. | Κανονισμός σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης |
financial regulation | |
econ. | δημοσιονομικός κανονισμός |
| |||
ρετούς n; επεξεργασία f; ρετουσάρισμα n | |||
αναθεώρηση f | |||
διαδικασία αναθεωρήσεως | |||
English thesaurus | |||
| |||
rev. | |||
| |||
R |
revision : 64 phrases in 19 subjects |