|
[rɪ'tɜ:n] Sub. | |
|
el. |
απόδοση f |
Fin. |
επιτόκιο n; αποδοτικότητα χρηματιστηριακού τίτλου |
Forst |
κέρδος n; όφελος n |
IT, Datenverarb. |
επαναφορά f; επιστροφή από μία διαδικασία |
mark. |
προϊόν πώλησης; είσπραξη f |
Maschinenb. |
διαδρομή επαναφοράς |
Nat.Wiss., landwirt. |
επιστροφή f |
Recht., Fin., Umwelt |
εισόδημα/έσοδο n; εισόδημα n |
Tech., Bauw. |
σωλήνας επιστροφής |
Verk. |
επιστροφή οχημάτων στη χώρα προέλευσης; επαναπατρισμός m |
|
|
Kommunik. |
επιστροφές f; επιστροφή βιβλίων |
|
|
Kommunik., el. |
επιστρέφω |
|
Englisch Thesaurus |
|
|
Recht. |
A report to a judge by police on the implementation of an arrest or search warrant. Also, a report to a judge in reply to a subpoena, civil or criminal |