resident | |
gen. | κάτοικος; μόνιμος κάτοικος ημεδαπής; πρόσωπο εγκατεστημένο στο έδαφος; ενδημητική; ενδημητικό; ενδημητικός; κατοικών |
econ. fin. demogr. | κάτοικοι; μόνιμοι κάτοικοι ημεδαπής |
environ. | είδος που διαμένει μόνιμα σε μια περιοχή |
IT el. | ενδημικό software |
stat. | κάτοικος |
segment | |
agric. mech.eng. | τύμπανο κυλίνδρου; σώμα κυλίνδρου; στοιχείο κυλίνδρου |
IT | εικονοτμήμα; τομέας |
life.sc. tech. | στοιχείον ή τμήμα διατομής |
med. | τμήμα; τεμάχιο; χωρίζω σε τμήματα χώρισα; τέμνω έτμησα |
| |||
κάτοικος; μόνιμος κάτοικος ημεδαπής; πρόσωπο εγκατεστημένο στο έδαφος ενός κράτους; ενδημητική f; ενδημητικό n; ενδημητικός m | |||
κάτοικοι m; μόνιμοι κάτοικοι ημεδαπής | |||
είδος που διαμένει μόνιμα σε μια περιοχή | |||
ενδημικό software | |||
κάτοικος m | |||
| |||
μόνιμοι κάτοικοι | |||
| |||
κατοικών | |||
English thesaurus | |||
| |||
res. | |||
resident physician (Andrey Truhachev) |
resident : 105 phrases in 19 subjects |