reprocessing | |
environ. | επανεπεξεργασία |
health. med. | επανεπεξεργασία |
program | |
comp., MS | πρόγραμμα |
IT tech. | προγραμματίζω |
med. | ρουτίνα; πρόγραμμα |
programme | |
med. | πρόγραμμα |
| |||
επανεπεξεργασία πυρηνικού καυσίμου; επεξεργασία ακτινοβοληθέντος πυρηνικού καυσίμου | |||
| |||
επανεπεξεργασία | |||
κατεργασία καυσίμου; επανεπεξεργασία του καυσίμου | |||
| |||
επανεπεξεργασία |
reprocessing : 45 phrases in 15 subjects |