reprocessing v | |
environ. | επανεπεξεργασία |
health. med. | επανεπεξεργασία |
Options v | |
comp., MS | επιλογές; Επιλογές |
option v | |
gen. | προαίρεση; επιλογή; εκδοχή |
fin. | δικαίωμα προαίρεσης; χρηματοοικονομικά δικαιώματα; οψιόν |
law | διακριτική ευχέρεια |
options v | |
account. | προαιρετικά δικαιώματα |
| |||
επανεπεξεργασία πυρηνικού καυσίμου; επεξεργασία ακτινοβοληθέντος πυρηνικού καυσίμου | |||
| |||
επανεπεξεργασία | |||
κατεργασία καυσίμου; επανεπεξεργασία του καυσίμου | |||
| |||
επανεπεξεργασία |
reprocessing : 45 phrases in 15 subjects |