reprocessing | |
environ. | επανεπεξεργασία |
health. med. | επανεπεξεργασία |
| |||
επανεπεξεργασία πυρηνικού καυσίμου; επεξεργασία ακτινοβοληθέντος πυρηνικού καυσίμου | |||
| |||
επανεπεξεργασία | |||
κατεργασία καυσίμου; επανεπεξεργασία του καυσίμου | |||
| |||
επανεπεξεργασία |
reprocessing : 45 phrases in 15 subjects |