representative | |
gen. | αντιπροσωπευτική; αντιπροσωπευτικό; αντιπροσωπευτικός |
fin. | αντιπρόσωπος |
immigr. | εκπρόσωπος |
sample | |
gen. | δειγματολογώ |
comp., MS | δείγμα |
med. | δείγμα; παρασκεύασμα; δειγματοληπτώ δειγματολήπτησα; παίρνω δείγμα πήρα; παρμένος |
stat. agric. | δειγματοληπτώ,λαμβάνω δείγματα |
sampling | |
econ. account. | ελεγκτική δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
| |||
αντιπροσωπευτική; αντιπροσωπευτικό; αντιπροσωπευτικός | |||
εκπρόσωπος m | |||
| |||
αντιπρόσωπος | |||
πρόσωπο εμπιστοσύνης | |||
English thesaurus | |||
| |||
rep; repr | |||
| |||
Rep. |
representative : 188 phrases in 34 subjects |