representative | |
gen. | αντιπροσωπευτική; αντιπροσωπευτικό; αντιπροσωπευτικός |
fin. | αντιπρόσωπος |
immigr. | εκπρόσωπος |
circuit | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
| |||
αντιπροσωπευτική; αντιπροσωπευτικό; αντιπροσωπευτικός | |||
εκπρόσωπος m | |||
| |||
αντιπρόσωπος | |||
πρόσωπο εμπιστοσύνης | |||
English thesaurus | |||
| |||
rep; repr | |||
| |||
Rep. |
representative : 188 phrases in 34 subjects |