reporting abbr. | |
gen. | αναφορά |
commer. | μάρκετιγκ μετά τις πωλήσεις |
comp., MS | δημιουργία αναφορών |
fin. social.sc. | δήλωση εντολών; κοινοποίηση εντολών |
forestr. | λογιστική; αναφορά δραστηριοτήτων επιχείρησης |
law immigr. | δήλωση εισόδου |
market. | κατάθεση αποτελεσμάτων; κατάθεση λογαριασμών |
commitment abbr. | |
comp., MS | δέσμευση |
fin. | υποχρέωση; ανάληψη δαπανών |
insur. commun. food.ind. | ανάληψη υποχρέωσης/ δέσμευση |
law commer. | δεσμεύσεις |
law fin. | δέσμευση |
| |||
αναφορά f | |||
λογιστική; αναφορά δραστηριοτήτων επιχείρησης | |||
| |||
μάρκετιγκ μετά τις πωλήσεις | |||
δημιουργία αναφορών (The process of programmatically generating reports to present a customized view of stored data) | |||
ειδοποίηση; report | |||
δήλωση εντολών; κοινοποίηση εντολών | |||
δήλωση εισόδου | |||
κατάθεση αποτελεσμάτων; κατάθεση λογαριασμών | |||
υποβολή στοιχείων |
reporting : 151 phrases in 25 subjects |