repeater | |
commun. mater.sc. | ρολόϊ πλοίου; επαναλήπτης ωρών |
commun. transp. | επαναληπτικό κύκλωμα |
el. | τηλεφωνικός αναμεταδότης; τηλεφωνικός ενισχυτής; τηλεφωνικός επαναλήπτης |
IT | επαναλήπτης; επαναληπτήρας |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
ρολόϊ πλοίου; επαναλήπτης ωρών | |||
επαναληπτικό κύκλωμα | |||
τηλεφωνικός αναμεταδότης; τηλεφωνικός ενισχυτής; τηλεφωνικός επαναλήπτης | |||
επαναλήπτης; επαναληπτήρας f | |||
αναγεννητής m; ενισχυτής m | |||
English thesaurus | |||
| |||
rp; rptr | |||
| |||
A physical layer device that regenerates and propagates electrical signals between two network segments (Repeaters receive signals from one network segment and amplify (regenerate) the signal to compensate for signals (analog or digital) distorted by transmission loss due to reduction of signal strength during transmission (i.e., attenuation)) |
repeater : 147 phrases in 8 subjects |
Communications | 56 |
Earth sciences | 1 |
Electronics | 33 |
General | 1 |
Industry | 1 |
Information technology | 48 |
Microsoft | 1 |
Transport | 6 |