Repeat | |
comp., MS | Επανάληψη |
repeat | |
commun. | παραγγέλω πάλι; επανάληψη' επαναλαμβάνω; επαναλαμβάνω παραγγελία; κάνω νέα παραγγελία |
comp., MS | επανάληψη |
IT transp. | να διακεντρωθεί; να αναπαραχθεί |
med. | επανάληψη |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
παραγγέλω πάλι; επανάληψη' επαναλαμβάνω; επαναλαμβάνω παραγγελία; κάνω νέα παραγγελία | |||
επανάληψη (To replay a portion or the entirety of a digital media file) | |||
επανάληψη | |||
| |||
να διακεντρωθεί; να αναπαραχθεί | |||
επανάληψη; επαναλαμβάνω | |||
| |||
Επανάληψη (A gradient brush option that makes the gradient repeat) | |||
English thesaurus | |||
| |||
R | |||
| |||
repeat your instruction | |||
repeat your instruction |
repeat : 74 phrases in 17 subjects |