remote | |
gen. | απόμακρη; απόμακρο; απόμακρος |
commun. | δορυφορικό κέντρο; εξωτερική εκπομπή; εξωτερική μετάδοση; κέντρο-δορυφόρος; ρεπορτάζ; υπόκεντρο |
computing | |
econ. IT | υπολογισμός |
-service | |
econ. IT | υπηρεσία |
service | |
gen. | κλάδος; συντηρώ; τελετή |
commun. | τηλεπικοινωνιακή υπηρεσία' υπηρεσία |
comp., MS | υπηρεσία |
earth.sc. mech.eng. | συντήρηση |
econ. | υπηρεσία |
econ. commer. construct. | υπηρεσίες |
law | επιδόσεις |
| |||
δορυφορικό κέντρο; εξωτερική εκπομπή; εξωτερική μετάδοση; κέντρο-δορυφόρος n | |||
απομακρυσμένος (Not in the immediate vicinity, as a computer or other device located in another place (room, building, or city) and accessible through some type of cable or communications link) | |||
| |||
απόμακρη; απόμακρο; απόμακρος | |||
ρεπορτάζ; υπόκεντρο | |||
English thesaurus | |||
| |||
rem | |||
| |||
Reflective Mossbauer Technique |
remote : 458 phrases in 30 subjects |