relief | |
gen. | βοήθεια,αρωγή |
environ. | διαμόρφωση εδάφους; ανάγλυφο του εδάφους |
fin. | ανάγλυφο |
life.sc. | τοπογραφία; ανάγλυφη μορφολογία; ανάγλυφο του εδάφους |
life.sc. el. | ανάγλυφο εδάφους |
market. | φορολογική έκπτωση |
mech.eng. | ελικοειδής λέπτυνση κεφαλών κοπτικών οδόντων |
thread | |
comp., MS | συζήτηση; νήμα |
fish.farm. | κλώσμα διχτυού χωρίς κόμπους |
industr. construct. | περνώ; τροφοδοτώ |
industr. construct. met. | λεπτό νήμα; κρύο νήμα; λεπτή κλωστή |
mech.eng. | σπείρωμα |
med. | κλωστή |
| |||
βοήθεια,αρωγή f; ανακούφιση f | |||
ανάγλυφο n | |||
τοπογραφία f; ανάγλυφη μορφολογία; ανάγλυφο του εδάφους | |||
ανάγλυφο εδάφους | |||
φορολογική έκπτωση; έκπτωση φόρου | |||
ελικοειδής λέπτυνση κεφαλών κοπτικών οδόντων | |||
κοινωνική βοήθεια | |||
| |||
ανάγλυφο του εδάφους | |||
| |||
διαμόρφωση εδάφους | |||
English thesaurus | |||
| |||
rif. | |||
rel; rlf | |||
Within the framework of a rather long-lasting ground engagement, all actions aimed at replacing a ground operational force by another force, having in general the same capabilities. (FRA) |
relief : 315 phrases in 34 subjects |