relative | |
gen. | σχετική; σχετικό; σχετικός |
law social.sc. | συγγενής |
med. | συγγενικός |
stat. | λόγος |
reference | |
commun. | γράμμα παραπομπής |
fin. | αναγνωριστικό συναλλαγής; αναφορά συναλλαγής |
IT | παραπομπή |
law | προσφυγή στο Δικαστήριο; υποβολή στο Συμβούλιο |
law commun. | αναφορά' παραπομπή |
social.sc. | αναφορά |
work.fl. commun. | διαπαραπομπή |
reference... | |
mech.eng. | αρχικός... |
| |||
σχετική; σχετικό; σχετικός | |||
| |||
συγγενείς | |||
| |||
συγγενής | |||
συγγενικός | |||
λόγος | |||
English thesaurus | |||
| |||
rare | |||
rel. |
relative : 304 phrases in 35 subjects |