relative | |
gen. | σχετική; σχετικό; σχετικός |
law social.sc. | συγγενής |
med. | συγγενικός |
stat. | λόγος |
high | |
gen. | έντονη; έντονο; έντονος; υψηλή; υψηλό; ψηλά |
oxygen content | |
environ. | περιεκτικότητα σε οξυγόνο; περιεκτικότητα σε οξυγόνο |
| |||
σχετική; σχετικό; σχετικός | |||
| |||
συγγενείς m | |||
| |||
συγγενής | |||
συγγενικός | |||
λόγος | |||
English thesaurus | |||
| |||
rare | |||
rel. |
relative : 304 phrases in 35 subjects |