regulatory | |
gen. | ρυθμιστική; ρυθμιστικό; ρυθμιστικός |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
| |||
ρυθμιστική; ρυθμιστικό; ρυθμιστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
rgu |
regulatory : 165 phrases in 26 subjects |