regulatory | |
gen. | ρυθμιστική; ρυθμιστικό; ρυθμιστικός |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
ρυθμιστική; ρυθμιστικό; ρυθμιστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
rgu |
regulatory : 164 phrases in 26 subjects |