regulatory | |
gen. | ρυθμιστική; ρυθμιστικό; ρυθμιστικός |
aspect | |
gen. | έκθεση; όψη |
commun. | άποψη |
commun. transp. | ένδειξη ενός σήματος; θέση ενός σήματος |
| |||
ρυθμιστική; ρυθμιστικό; ρυθμιστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
rgu |
regulatory : 164 phrases in 26 subjects |