refermentation | |
agric. | μεταζύμωση ή βραδεία ζύμωση; επαναζύμωση; αναζύμωση |
of | |
gen. | από |
grape marc | |
agric. | τσίπουρο; στέμφυλα ή απόσταγμα στεμφύλων σταφυλιού; πούλπα σταφυλιών; στέμφυλα; υπόλειμμα από το στύψιμο σταφυλιών |
| |||
μεταζύμωση ή βραδεία ζύμωση; επαναζύμωση; αναζύμωση |
refermentation : 1 phrase in 1 subject |
Agriculture | 1 |