reference | |
commun. | γράμμα παραπομπής |
fin. | αναγνωριστικό συναλλαγής; αναφορά συναλλαγής |
IT | παραπομπή |
law | προσφυγή στο Δικαστήριο; υποβολή στο Συμβούλιο |
law commun. | αναφορά' παραπομπή |
social.sc. | αναφορά |
work.fl. commun. | διαπαραπομπή |
reference... | |
mech.eng. | αρχικός... |
sample | |
gen. | δειγματολογώ |
comp., MS | δείγμα |
med. | δείγμα; παρασκεύασμα; δειγματοληπτώ δειγματολήπτησα; παίρνω δείγμα πήρα; παρμένος |
stat. agric. | δειγματοληπτώ,λαμβάνω δείγματα |
sampling | |
econ. account. | ελεγκτική δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
| |||
χαρακτηρισμός | |||
| |||
γράμμα παραπομπής | |||
αναγνωριστικό συναλλαγής; αναφορά συναλλαγής | |||
παραπομπή | |||
προσφυγή στο Δικαστήριο; υποβολή θέματος στο Συμβούλιο | |||
αναφορά' παραπομπή | |||
αναφορά | |||
διαπαραπομπή | |||
| |||
αρχικός... | |||
English thesaurus | |||
| |||
ref. | |||
re; ref | |||
| |||
.ref (file name extension) |
reference : 900 phrase in 49 subjects |