reentrant | |
comp., MS | με δυνατότητα επανεισόδου |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
με δυνατότητα επανεισόδου (A routine that can be interrupted during execution and called again before its previous invocation's complete execution) | |||
πρόγραμμα πολλαπλής ταυτόχρονης εκτέλεσης |
reentrant : 5 phrases in 3 subjects |
Chemistry | 1 |
Communications | 2 |
Information technology | 2 |