reduction | |
earth.sc. construct. | συστολή |
IT dat.proc. | σμίκρυνση |
lab.law. | μείωση |
med. | αναγωγή; μείωση χρωματοσωμάτων; ανάταξη; αναδιάταξη |
tax. | μείωση φόρου; μείωση φόρου εισοδήματος |
in | |
gen. | μέσα; σε |
output | |
commun. | λήψη |
econ. | προΜόν |
econ. stat. | απόδοση της παραγωγής |
econ. work.fl. | μέτρο εκροών |
industr. construct. met. | ρυθμός τήξεως του γυαλιού |
IT tech. | διαδικασία εξαγωγής |
lab.law. | απόδοση |
mech.eng. el. | ισχύς εξόδου; ωφέλιμη ισχύς |
| |||
συστολή f | |||
σμίκρυνση f | |||
μείωση f | |||
αναγωγή f; μείωση χρωματοσωμάτων (reductio); ανάταξη f; αναδιάταξη f; διάπλαση f | |||
μείωση φόρου; μείωση φόρου εισοδήματος | |||
μείωση τιμών; έκπτωση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
reduc; redux | |||
rdn | |||
rdcn; red | |||
The creation of lanes through a minefield or obstacle to allow passage of the attacking ground force (JP 3-15) |
reduction : 510 phrases in 43 subjects |