plate | |
gen. | πιάτο; πινάκιο |
agric. | οπίσθιο μέρος στήθους |
econ. | πλατέα |
el. | πλάκα στοιχείου συσσωρευτή |
life.sc. | τρυβλίο |
mech.eng. | επιγραφή τεχνικών πληροφοριών; ετικέττα χαρακτηριστικών του κατασκευαστού |
med. | πέταλο |
English thesaurus | |||
| |||
rect. |
rectangular : 70 phrases in 20 subjects |