connector abbr. | |
coal. | σύνδεσμος |
econ. work.fl. | αποπομπή διαγράμματος οργάνωσης |
el. | βύσμα |
IT el. | συνδετήρας |
mech.eng. | άτρακτος ολισθαίνοντος σφήνα; δακτύλιος σύμπλεξης με εξωτερική οδόντωση |
med. | συνδέτης; νευρικό κέντρο που συνδέει το κεντρομόλο με το φυγόκεντρο νεύρο του νευρικού τόξου |
transp. el. | σύρμα επαφής; ακροδέκτης συνδέσεως συρμάτων |
English thesaurus | |||
| |||
rect. |
rectangular : 70 phrases in 20 subjects |