reactor | |
environ. | αντιδραστήρας; οροθετικό ζώο; αντιδραστήρας/οροθετικό ζώο |
health. nat.res. | οροθετικό ζώο |
mech.eng. el. | επαγωγέας |
nucl.phys. | αντιδραστήρας; πυρηνικός αντιδραστήρας |
with | |
gen. | με |
on-load refuelling | |
gen. | αντικατάσταση του πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργία |
| |||
αντιδραστήρας/οροθετικό ζώο | |||
οροθετικό ζώο | |||
επαγωγέας m | |||
αντιδραστήρας m; πυρηνικός αντιδραστήρας | |||
εξοπλισμός θερμικής κατεργασίας με επαφή μεταξύ ενός κυλίνδρου και ατέρμονα ιμάντα | |||
| |||
αντιδραστήρας m; οροθετικό ζώο | |||
English thesaurus | |||
| |||
react |
reactor : 384 phrases in 25 subjects |