reactive | |
med. | αντιδραστικός |
sputtering | |
earth.sc. | επιφανειακή απόσπαση; επιφανειακή διάβρωση; επιφανειακή εκρίζωση |
el. | εναπόθεση με καθοδικό διασκορπισμό; ψεκασμός ατόμων |
source | |
comp., MS | προέλευση |
environ. | πηγή εκπομπής |
environ. chem. | ρυπογόνος ουσία |
immigr. | τόπος ανεύρεσης |
med. | αρχή; πηγή; προέλευση |
| |||
αντιδραστικός |
reactive : 65 phrases in 14 subjects |