re-entrant abbr. | |
h.rghts.act. empl. | άτομο που επιστρέφει στην αγορά εργασίας |
routine abbr. | |
gen. | τακτική; τακτικό; τακτικός |
forestr. | συνήθης διαδικασία |
| |||
άτομο που επιστρέφει στην αγορά εργασίας |
re-entrant : 8 phrases in 2 subjects |
Communications | 7 |
Construction | 1 |