re-entrant | |
h.rghts.act. empl. | άτομο που επιστρέφει στην αγορά εργασίας |
angle | |
mech.eng. | γωνιά σιδερένια; σιδερογωνιά |
med. | γωνία |
angles | |
agric. met. | χαλυβογωνία |
met. | χαλυβογωνίες |
angling | |
environ. | ερασιτεχνική αλιεία; ψάρεμα με καλάμι; ερασιτεχνική αλιεία/ψάρεμα με καλάμι |
| |||
άτομο που επιστρέφει στην αγορά εργασίας |
re-entrant : 8 phrases in 2 subjects |
Communications | 7 |
Construction | 1 |