rationing | |
gen. | κατανομή |
feeder | |
agric. | συσκευή τροφοδότησης; ταΐστρα |
anim.husb. | παχυντής |
industr. construct. | ταίστρα ζώου |
industr. construct. met. | τροφοδότης υαλομάζας |
mater.sc. | τροφοδότης; φορτωτήρας |
mech.eng. | βαγονέτο τροφοδότησης και πλήρωσης |
with | |
gen. | με |
Time | |
comp., MS | χρόνος |
time | |
gen. | χρονομετρώ; χρόνος |
comp., MS | ώρα |
environ. | χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημα |
timing | |
el. | χρονισμός |
fin. | επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής; επιλογή χρονικού σημείου επέμβασης |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
κατανομή | |||
| |||
διανομή σιτηρεσίου |
rationing : 4 phrases in 2 subjects |
Agriculture | 3 |
Finances | 1 |