ratiometer | |
el. | πηλικόμετρο-λογόμετρο |
indicator | |
gen. | δείκτης; όργανο ένδειξης |
el. | φλας; φωτεινός δείκτης πορείας |
environ. | δείκτης |
mech.eng. | ενδεικτικό |
met. | εντοπιστής πυρήνα |
transp. el. | δείκτης οπτικός; οπτικό σήμα |
| |||
πηλικόμετρο-λογόμετρο n | |||
μετρητής λόγου |
ratiometer : 2 phrases in 1 subject |
Information technology | 2 |