ram compression | |
earth.sc. transp. | δυναμική συμπίεση; συμπίεση εισώθησης |
control | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
el. | χειρισμός |
life.sc. tech. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
mater.sc. | οδηγώ |
math. | έλεγχος |
tech. construct. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
| |||
δυναμική συμπίεση; συμπίεση εισώθησης |
ram compression : 1 phrase in 1 subject |
Communications | 1 |