quantization | |
commun. | μετατροπή από αναλογικό σε ψηφιακό σήμα; ποσοτικός προσδιορισμός; κβαντοποίηση |
step | |
agric. | κοιλότητα τοιχώματος |
commun. IT | βήμα μεταβίβασης |
construct. | σκαλοπάτι; αναβαθμός |
gov. | κλιμάκιο |
industr. construct. met. | κόμπος γάμπας ποτηριού |
life.sc. | βαθμίδα |
med. | βήμα |
| |||
μετατροπή από αναλογικό σε ψηφιακό σήμα; ποσοτικός προσδιορισμός; κβαντοποίηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
qtzn |
quantization : 11 phrases in 3 subjects |
Communications | 7 |
Electronics | 3 |
Information technology | 1 |