quantization | |
commun. | μετατροπή από αναλογικό σε ψηφιακό σήμα; ποσοτικός προσδιορισμός; κβαντοποίηση |
noise | |
gen. | ήχος; Θόρυβος; ψιθύρισμα |
environ. | θόρυβος |
fin. | διάδοση; φήμη |
| |||
μετατροπή από αναλογικό σε ψηφιακό σήμα; ποσοτικός προσδιορισμός; κβαντοποίηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
qtzn |
quantization : 11 phrases in 3 subjects |
Communications | 7 |
Electronics | 3 |
Information technology | 1 |