quantity of securities abbr. | |
fin. | ποσότητα αξιογράφων |
distribute abbr. | |
comp., MS | διανέμω |
market. commun. | διαδίδω διαφημιστικό φυλλάδιο,προσπέκτους |
med. | διανέμω; κατανέμω; μοιράζω |
| |||
ποσότητα αξιογράφων |
quantity of securities : 4 phrases in 1 subject |
Finances | 4 |