qualification | |
gen. | προσόν |
commun. | προσδιορισμός' χαρακτηρισμός |
IT | προσδιορισμός; χαρακτηρισμός |
IT tech. mater.sc. | εξέταση ποιότητας |
nucl.pow. | ικανότης |
Process | |
comp., MS | Διαδικασία |
process | |
gen. | διεξαγωγή |
comp., MS | διεργασία |
industr. | διεργασία |
law | κλήση ενώπιον του Δικαστηρίου |
mech.eng. | μετασκευάζω; κατεργάζομαι |
| |||
προσόν n | |||
προσδιορισμός' χαρακτηρισμός | |||
προσδιορισμός m; χαρακτηρισμός m | |||
εξέταση ποιότητας | |||
ικανότης m | |||
| |||
προσόντα n | |||
English thesaurus | |||
| |||
qual | |||
| |||
Q |
qualification : 108 phrases in 24 subjects |