push-to-talk | |
commun. IT | πιέστε και μιλήστε |
button | |
comp., MS | πλήκτρο; κουμπί |
earth.sc. el. | κεφαλή πλήκτρου επαφής |
el. | κλειδί; λαβή; μοχλός χειρισμού; πλήκτρο |
hobby | αιχμή προφύλαξης που τοποθετείται στην άκρη ενός ξίφους |
med. | χόνδρος ακανθωδών αποφύσεων; κομβίο |
| |||
πιέστε και μιλήστε | |||
λειτουργία push-to-talk (A functionality that allows a user to push a button on a cell phone and begin voice input) | |||
English thesaurus | |||
| |||
PTT (Push to Talk) |
push-to-talk : 7 phrases in 1 subject |
Communications | 7 |