push-pull | |
el. | συμμετρική ενίσχυση |
train | |
gen. | συρμός; γραμμή παραγωγής |
environ. | αμαξοστοιχία; συρμός; αμαξοστοιχία/συρμός |
industr. construct. | σύστημα τροχών |
mech.eng. | σύστημα οδοντοτροχών |
med. | εκγυμνάζω άλογο; εκπαιδεύω άλογο |
transp. | αμαξοστοιχία |
| |||
συμμετρική ενίσχυση | |||
κινητήρας ελκτικο-ωστικής διάταξης; με ένα ωστικό και ένα ελκτικό κινητήρα; με ελκτικο-ωστική διάταξη κινητήρων |
push-pull : 50 phrases in 13 subjects |