push-button telephone | |
commun. | τηλεφωνική συσκευή πληκτρολογίου |
set | |
agric. | φυτό; προοπτικές συγκομιδής |
fish.farm. | καλάδα; ψαριά |
industr. construct. | διαμορφωτικό σφυρί; στήσιμο |
IT | θέτω |
mech.eng. | συσκευή |
med. | πλαστική παραμόρφωσις |
transp. construct. | διείσδυση ανά κύκλο κτυπημάτων |
| |||
τηλεφωνική συσκευή πληκτρολογίου |
push-button telephone : 2 phrases in 1 subject |
Communications | 2 |