punctuality | |
stat. | εμπρόθεσμη υποβολή |
indicator | |
gen. | δείκτης; όργανο ένδειξης |
el. | φλας; φωτεινός δείκτης πορείας |
environ. | δείκτης |
mech.eng. | ενδεικτικό |
met. | εντοπιστής πυρήνα |
transp. el. | δείκτης οπτικός; οπτικό σήμα |
| |||
εμπρόθεσμη υποβολή |
punctuality : 3 phrases in 1 subject |
Transport | 3 |