pulsating current | |
el. | παλμικό ρεύμα |
feed track | |
IT tech. | καθοδηγητικό αυλάκι |
circuit | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
| |||
παλμικό ρεύμα |
pulsating current : 4 phrases in 3 subjects |
Electronics | 2 |
Mechanic engineering | 1 |
Transport | 1 |