protective | |
gen. | προστατευτική; προστατευτικό |
structure | |
gen. | συγκροτώ |
comp., MS | δομή |
IT | δομή εγγράφου |
med. | δομή; συγκρότηση |
transp. avia. | δομή αεροσκάφους; κέλυφος |
structures | |
account. | κατασκευές |
structuring | |
work.fl. | δόμηση |
| |||
προστατευτική; προστατευτικό | |||
προστατευτικός |
protective : 332 phrases in 36 subjects |