proportioning control abbr. | |
el. | αναλογικός έλεγχος |
plus abbr. | |
gen. | θετικό στοιχείο; συν |
derivative abbr. | |
gen. | παράγωγη λέξη; παράγωγο |
fin. | παράγωγο χρηματοοικονομικό μέσο; παράγωγα μέσα; χρηματιστηριακό παράγωγο |
scient. el. | παράγωγος |
-function abbr. | |
IT | λειτουργία |
function abbr. | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
αναλογικός έλεγχος |
proportioning control : 6 phrases in 1 subject |
Electronics | 6 |