plus | |
gen. | θετικό στοιχείο; συν |
derivative | |
gen. | παράγωγη λέξη; παράγωγο |
fin. | παράγωγο χρηματοοικονομικό μέσο; παράγωγα μέσα; χρηματιστηριακό παράγωγο |
scient. el. | παράγωγος |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
English thesaurus | |||
| |||
PI | |||
| |||
Pi (ssn) |
proportional-plus-integral : 2 phrases in 2 subjects |
Chemistry | 1 |
Electronics | 1 |