prophylactic | |
med. | προφυλακτικός; προληπτικός; προφυλαχτικό |
Element | |
gen. | Στοιχείο |
element | |
gen. | ράβδος εκρηκτικού |
commun. | συστατικό |
comp., MS | στοιχείο |
el. | στοιχεία; στοιχείο λογικό |
lab.law. | στοιχείον παραγωγικής διαδικασίας |
mech.eng. | μηχανικό στοιχείο |
med. | στοιχείο; χημικό στοιχείο |
prophylactic : 11 phrases in 3 subjects |
General | 3 |
Health care | 2 |
Medical | 6 |