proper | |
gen. | κατάλληλη; κατάλληλο; κατάλληλος |
transition | |
comp., MS | εναλλαγή |
el. | μεταβατική ζεύξη |
h.rghts.act. med. psychol. | επαναπροσδιορισμός φύλου |
mech.eng. | μετάβασις |
med. | μετάβαση; μετάπτωση |
| |||
κατάλληλη; κατάλληλο; κατάλληλος |
proper : 75 phrases in 17 subjects |